συλβεστρένιο

συλβεστρένιο
το, Ν
χημ. ακόρεστη αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοτερπενικός υδρογονάνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sylvestrene < sylvestr- (< νεολατ. pinus sylvestris, είδος πεύκου από το οποίο παράγεται αυτή η ουσία < λατ. sylva /silva «δάσος») + κατάλ. -ene].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”